Άρθρο του Φώτη Χάγιου, πολιτικού μηχανικού, ειδικού στο
σχεδιασμό υδραυλικών έργων και στη διαχείριση στερεών αποβλήτων, υποψήφιου με
την Αντικαπιταλιστική Aνατροπή στην Αττική, στην εφημερίδα ΠΡΙΝ (23-24 Σεπτεμβρίου 2023)
Απολογητές
της «θεομηνίας»
Κάθε φορά που συμβαίνει μια καταστροφή ως συνέπεια της εκδήλωσης ενός έντονου φυσικού φαινομένου σχηματίζονται αυθόρμητα δύο στρατόπεδα τα οποία φαινομενικά είναι αντίθετα: Από τη μία, οι απολογητές της υπάρχουσας κατάστασης και εξουσίας, οι οποίοι σπεύδουν να αποδώσουν την αιτία των καταστροφών στην υπερβολική ένταση του φαινομένου. Για το λόγο αυτό ρίχνουν το βάρος στο πόσο σπάνιο, και άρα απρόβλεπτο, είναι το φαινόμενο αυτό και ανάλογα με το αν επιλέξουν να υιοθετήσουν μια πιο επιστημονική προσέγγιση μιλούν για κάτι που συμβαίνει μία φορά στα 1.000, 10.000 ή 16.000 χρόνια, είτε πιο συχνά υιοθετούν μια πιο μεταφυσική και θρησκευτική προσέγγιση και χρησιμοποιούν τους όρους «θεομηνία», «οργή ή εκδίκηση θεού/φύσης», «καταστροφική μανία φαινομένου» κ.λπ. Τα συμπεράσματα της παραπάνω προσέγγισης, στα οποία καταλήγουν ή/και προβάλλουν άμεσα τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, είναι ένας συνδυασμός των ακόλουθων: «Δεδομένης της έντασης, πάλι καλά που πάθαμε μόνο αυτά», «μην προβληματίζεστε για το τι πήγε λάθος, πάλι σε 16.000 χρόνια θα ξαναζήσουμε τέτοιο φαινόμενο», «είναι πέρα από τις δυνάμεις μας να ελέγξουμε την καταστροφική μανία της φύσης», «είναι η κλιματική αλλαγή απέναντι στην οποία η μικρή μας χώρα/περιφέρεια/δήμος δεν μπορεί να κάνει τίποτα». Το πρακτικό επακόλουθο των παραπάνω συμπερασμάτων είναι ότι αφού κάνουμε ό,τι καλύτερο περνάει από το χέρι μας και είμαστε ως κοινωνία έρμαιο δυνάμεων ανώτερων από αυτές που μπορούμε να ελέγξουμε, τότε συνεχίζουμε στην ίδια κατεύθυνση, που κυρίως αποφεύγει την πρόληψη με βάση τα νέα δεδομένα.
Το φαινομενικά αντίθετο στρατόπεδο, έχοντας μια τάση
αμφισβήτησης του καθεστώτος και άρα αγκαλιάζοντας μεγαλύτερα τμήματα της
αριστεράς, μιλάει για καταστροφή που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν είχε
γίνει μια διαφορετική διαχείριση της κατάστασης με κριτική στα σημεία: δεν
δόθηκαν αρκετά χρήματα για αντιπλημμυρικά έργα,
δεν έγινε σωστή διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων, «δεν υπάρχει κράτος», δεν γίνονται σωστά ή βάσει προδιαγραφών τα
έργα κ.λπ. Το συμπέρασμα που προκύπτει έτσι είναι ότι με μία καλύτερη
διαχείριση της πρότερης κατάστασης θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί τα
χειρότερα και συνεπώς, «εμείς θα τα κάνουμε καλύτερα αν μας ψηφίσετε».
Αντιπλημμυρικά
έργα για τον λαό, όχι για τα κέρδη
Για να δούμε σε μεγαλύτερο βάθος τις αιτίες του
προβλήματος, ξεφεύγοντας από εύκολες λύσεις, οφείλουμε να αναμετρηθούμε με την
εξής αλήθεια: Προκειμένου να συμβεί μια καταστροφή τέτοιου μεγέθους δεν αρκεί
από μόνο του ένα φαινόμενο μεγάλης έντασης. Η καταστροφή συμβαίνει όταν το
φαινόμενο εκδηλώνεται σε μια περιοχή στην οποία υπάρχει εκτεταμένη ανθρωπογενής
παρέμβαση. Η παρέμβαση αυτή δεν γίνεται σε κάποια σημεία στο χώρο και τον χρόνο,
αλλά αφορά μεγάλες εκτάσεις και πολλές δεκαετίες ανάπτυξης συγκεκριμένου τύπου.
Για τον λόγο αυτό, η αιτία της καταστροφής δεν περιορίζεται στην ένταση ενός
φυσικού φαινομένου ούτε στη διαχείριση μιας κατάστασης, αλλά αφορά τον πυρήνα της
μέχρι τώρα ανάπτυξης και τη λογική με την οποία οργανώνονται οι πόλεις μας, τα
χωριά μας, ο περιαστικός χώρος.
Από καθαρά επιστημονική σκοπιά, οι βασικές παράμετροι οι
οποίες επιδρούν στον όγκο του νερού που διέρχεται από το σημείο ελέγχου (είτε
αυτό είναι η κοίτη ενός ρέματος μέσα στο κέντρο του οικισμού είτε αυτό είναι
ένας υπόγειος αγωγός ομβρίων) είναι οι ακόλουθες:
1. Η ένταση
της βροχόπτωσης (ποσότητα κατακρημνισμάτων ανά μονάδα χρόνου).
2. Η
ποσότητα του νερού που απορρέει από τις επιφάνειες (λεκάνη απορροής) στις
οποίες πέφτει (για παράδειγμα σχετίζεται με το πόσο νερό δύναται να απορροφηθεί
από ακάλυπτες ή φυτεμένες επιφάνειες).
3. Ο χρόνος
τον οποίο κάνει μια σταγόνα να φτάσει από το πιο μακρινό σημείο της λεκάνης
απορροής στο σημείο ελέγχου.
4. Τα
υδραυλικά χαρακτηριστικά της φυσικής κοίτης του ρέματος ή του αγωγού
διευθέτησης που καλείται να παροχετεύσει με ασφάλεια προς τα κατάντη την παροχή
που σχηματίζεται (με απλά λόγια πόσο μεγάλο πλάτος και βάθος έχει η κοίτη του
ρέματος ή ο αγωγός εντός του οικισμού).
Εκτός από την πρώτη παράμετρο, η οποία εξαρτάται σε
μεγάλο βαθμό από τη φύση και αφορά φαινόμενα μεγαλύτερης κλίμακας (σημείωση:
και εκεί υπάρχει η ανθρωπογενής παρέμβαση λόγω κλιματικής κρίσης που
προκαλείται από ανθρωπογενή δραστηριότητα, η ανάλυση όμως αυτού του φαινομένου
ξεφεύγει από τις ανάγκες του παρόντος άρθρου), οι υπόλοιπες τρεις σχετίζονται
άμεσα με την πολιτική εξουσία (κεντρικό κράτος, περιφέρεια, δήμος), με τη
φιλοσοφία σύνταξης των μελετών και κατασκευής των έργων αντιπλημμυρικής
προστασίας, καθώς και με τις επιλογές της τοπικής κοινωνίας στην ευρύτερη
περιοχή που πλήττεται από την πλημμύρα.
Η συνήθης πρακτική που υιοθετείται τόσο από το δεύτερο στρατόπεδο (κριτική στα σημεία), όσο και από κρατικές υπηρεσίες οργανισμών (περιφέρεια), παραδοσιακά μελετητικά γραφεία και εργολάβους, είναι η αναφορά (είτε άμεσα είτε έμμεσα) κυρίως στο σημείο 4 που καταλήγει στο «δώστε περισσότερα λεφτά για αντιπλημμυρικά έργα». Αυτό μεταφράζεται στην προτροπή κατασκευής μεγαλύτερων «κλασσικών» αντιπλημμυρικών έργων, δηλαδή, πανάκριβων έργων με επένδυση κοιτών ρεμάτων με μπετόν ή συρματοκιβώτια, ώστε να αυξάνεται η παροχετευτικότητα, διατηρώντας το ίδιο πλάτος κοίτης.
Ο βασικός λόγος πίσω από αυτή τη λογική είναι ότι η
διεύρυνση της κοίτης που απαιτείται για μια φυσική διατομή προσκρούει σε τοπικά
μικροσυμφέροντα από τη μία που έχουν «πνίξει» τις κοίτες των ρεμάτων με
μπαζώματα (η προστασία της μικροϊδιοκτησίας είναι αξία μεγαλύτερη από την
προστασία της ανθρώπινης ζωής) και από την άλλη στο κέρδος που συνεπάγεται για
μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία η υλοποίηση τέτοιων φαραωνικών έργων. Στο
σημείο αυτό υπάρχει και ευθύνη παραδοσιακών μελετητικών γραφείων και των
σχετικών υπηρεσιών του κράτους που έχουν συνηθίσει να σχεδιάζουν αυτού του
τύπου έργα γιατί αυτά προκρίνονται από τις μεγαλοκατασκευαστικές εταιρείες και
επόμενα ούτε καν εξετάζουν την υιοθέτηση νέων προσεγγίσεων με άνοιγμα ρεμάτων
που έχουν καλυφθεί (daylighting) και πρακτικών βιώσιμης διαχείρισης ομβρίων
υδάτων με έργα κατακράτησης/απορρόφησης σε ολόκληρη τη λεκάνη απορροής.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι εκτός από το ότι η
προσέγγιση αυτή δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση ενός πολύ ακραίου καιρικού
φαινομένου με περίοδο επαναφοράς της τάξης της 1.000ετίας (που λόγω κλιματικής
κρίσης/αλλαγής θα συμβαίνει με μεγαλύτερη συχνότητα), καθώς τα έργα αυτά
σχεδιάζονται για περίοδο επαναφοράς 50ετίας, σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να
λύσουν το πρόβλημα τοπικά αλλά να επιβαρύνουν ή και να δημιουργήσουν πρόβλημα
σε περιοχές κατάντη (επειδή αυτά τα έργα αυξάνουν την ταχύτητα με την οποία
κινείται το νερό προς τα κατάντη, οι παροχές σχεδιασμού σε μια χαμηλότερη
περιοχή με ήδη διαμορφωμένη κατάσταση αυξάνονται σημαντικά).
Όσον αφορά το τεχνικό σκέλος, η κριτική πρέπει να
βασίζεται στην αντιμετώπιση των σημείων 2 και 3 που αναφέρονται παραπάνω,
δηλαδή στην ποσότητα νερού που απορρέει όσο και στον χρόνο που αυτή κάνει για
να φτάσει στο προβληματικό σημείο όπου εντοπίζεται ανεπάρκεια. Τα σημεία αυτά
εξαρτώνται από την φυτοκάλυψη της ευρύτερης περιοχής, το ποσοστό αδιαπέρατων
επιφανειών με τις οποίες είναι καλυμμένα τμήματα της λεκάνης απορροής, το είδος
των αντιπλημμυρικών έργων που έχουν κατασκευαστεί στα ανάντη τμήματα της
λεκάνης, τα οποία μειώνουν το χρόνο συρροής στα κατάντη.
Το κλειδί για μια πολιτική αντιπλημμυρικής προστασίας που
οδηγεί σε προληπτική και άρα πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση είναι η μείωση των
παροχών με:
• Τοπικές
παρεμβάσεις ήπιου χαρακτήρα και διαπερατά υλικά, με στόχο να διατηρηθεί η φυσική
κοίτη κατά το δυνατόν, ακόμη και εντός του οικισμού, μειώνοντας έτσι δραστικά
τον προϋπολογισμό και δημιουργώντας δευτερογενείς ωφέλειες, όπως αύξηση της
κατείσδυσης νερού στον υδροφόρο ορίζοντα και μείωση των ταχυτήτων ροής.
• Μείωση
της απορροής μέσω φύτευσης/αναδασώσεων των λεκανών απορροής, με έργα ορεινής
υδρονομίας, με επεμβάσεις ώστε να συγκρατηθούν τα όμβρια και τα φερτά υλικά που
κατεβαίνοντας μετατρέπονται σε λάσπη στα ανώτερα σημεία της λεκάνης, με κίνητρα
για αποτροπή κατασκευής σκληρών αδιαπέρατων επιφανειών μέσω κατάλληλων
κατευθύνσεων στην αδειοδότηση κατασκευών, προώθηση δημιουργίας τεχνητών λιμνών
κατακράτησης σε πάρκα, χρήση διαπερατών οδοστρωμάτων και πεζοδρομίων, κατασκευή
χωμάτινων τάφρων κ.λπ.
Επειδή όλες οι παραπάνω τεχνικές λύσεις δεν προκύπτουν
και δεν εφαρμόζονται στο κενό, υπάρχει το θέμα του κάτω από ποια λογική μπορούν
να αντιμετωπιστούν ριζικά τα προβλήματα της αντιπλημμυρικής προστασίας. Η
μετακίνηση του κέντρου βάρους από την καταστολή στην πρόληψη, προσκρούει σε
δομικές λογικές πάνω στις οποίες βασίζεται η επέκταση των οικισμών και η
παραγωγή έργων υποδομής και συγκεκριμένα στη λογική του κέρδους με κάθε τρόπο
και στην αποθέωση της ιδιοκτησίας. Προκειμένου λοιπόν να κινηθούν τα πράγματα
προς μια τέτοια κατεύθυνση προϋπόθεση είναι η πολιτική διεκδίκηση από το κίνημα
και τις οργανώσεις του, λύσεων που αντιστρατεύονται το βασικό πυρήνα
συγκρότησης του καπιταλιστικού συστήματος.
Κρατική
πολιτική διάλυσης των υπηρεσιών και «ατομικής ευθύνης»
Εκτός από τα ζητήματα που εμπίπτουν αμιγώς στο τεχνικό
πεδίο του αντιπλημμυρικού σχεδιασμού, υπάρχουν και τα ευρύτερα ζητήματα της
κρατικής πολιτικής που επιδρούν άμεσα τόσο στις δυνητικές επιπτώσεις μιας
πλημμύρας όσο και στο βάρος που πέφτει στους πολίτες για την ανάνηψη και
αποκατάσταση μετά από μια καταστροφή.
Πρώτο θέμα είναι η ευρύτερη περιβαλλοντική πολιτική (π.χ.
δασοκτόνος νόμος Χατζηδάκη, έλλειψη νομικού οπλοστασίου προστασίας καμένων
δασικών εκτάσεων κλπ) που υποτάσσει τα πάντα στην «ανάπτυξη» και τους «επενδυτές»,
συρρικνώνει ή και διαλύει δημόσιες υπηρεσίες (δασική υπηρεσία, δασαρχεία,
τεχνικές υπηρεσίες) και τις υπηρεσίες δασοπυρόσβεσης, ενώ κατευθύνει
δισεκατομμύρια ευρώ στην καταστολή (βλέπε προσλήψεις και προμήθειες στην
αστυνομία) και τον πόλεμο (εξοπλισμοί μαμούθ). Η πολιτική αυτή οδηγεί σε
περισσότερες καμένες δασικές εκτάσεις πράγμα που αυξάνει σημαντικά τις παροχές
πλημμύρας στα προβληματικά σημεία που παρατηρούνται καταστροφές.
Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που προκύπτει είναι το θέμα της
ανάνηψης και της αποκατάστασης σε περίπτωση πλημμύρας. Από τη μία πλευρά, η
πολιτική του συνόλου των κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών, σταθερά
προσηλωμένη στο νεοφιλελεύθερο δόγμα της αποσάθρωσης των κοινωνικών υπηρεσιών
του κράτους που δεν συμβάλλουν στην κερδοφορία των επιχειρήσεων, έχει οδηγήσει
σε σοβαρά κενά στη δυνατότητα του κράτους να επέμβει για να βοηθήσει τους
πληγέντες και να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την επόμενη μέρα της καταστροφής
στους κατοίκους των πλημμυρισμένων οικισμών. Η λογική της ατομικής ευθύνης
επιβίωσης ενισχύεται ακόμη περισσότερο με τη χρήση των «μηνυμάτων 112» τα οποία
χρησιμοποιεί αφειδώς η κυβέρνηση για να δηλώσει ότι «εγώ σας προειδοποίησα, αν
πνιγήκατε φταίτε που δεν με ακούσατε».
Ταυτόχρονα, η κεντρική πολιτική είναι σταθερά προσηλωμένη
στη μετακύλιση του κόστους αποζημίωσης στην πλάτη της λαϊκής οικογένειας,
προωθώντας την ιδιωτική ασφάλιση των κατοικιών και αποφεύγοντας να καταβάλει
τις αναγκαίες αποζημιώσεις στους πληγέντες, περιορίζοντας το ύψος τους ή
αυστηροποιώντας τα κριτήρια, με στόχο μόνο τον περιορισμό του συνολικού ύψους
τους (χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τον περιορισμό των παράλογων απαιτήσεων).
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι στις περισσότερες περιπτώσεις καταστροφής οικιών
από τις πρόσφατες πλημμύρες, η δόμηση είχε γίνει με απόλυτα νόμιμες διαδικασίες
και με τις ευλογίες κεντρικού και τοπικού κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.